κολόβιον, τό
Ερμηνεία:
[του κολοβίου, τα κολόβια, των κολοβίων][φουστάνι χωρίς μανίκια]
Ετυμολογία:
[<(Καινή Διαθήκη 4 φορές) <κολοβόω (ακροτηριάζω, κάνω κάτι κολοβό]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… την φέρουσαν λευκόν κολόβιον…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|